Οι κρήτες, άριστοι ναυτικοί και έμποροι είχαν συναντήσεις με όλους τους εξευγενισμένους λαούς της εποχής, Αιγύπτιους Σουμέριους, Χετταίους, Κυκλαδίτες, Μυκηναίους. Ο χρυσός που χρησιμοποιούσαν για τα στολίδια τους όπως και τα λοιπα υλικά,ελεφαντόδοντο, πολύτιμες πέτρες κ.λ.π. ερχόντουσαν στην Κρήτη από άλλες περιοχές.Ο χρυσός και το ασήμι 925 δουλεύτηκαν στην Κρήτη κιόλας από την Προανακτορική εποχή (3500–1900 π.Χ.) πιό πολύ για την πραγματοποίηση κοσμημάτων, ακόμα και άλλων αντικειμένων όπως τα όπλα και τα τελετουργικά σκεύη.

Σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο της μινωικής χρυσοχοΐας ανήκει ένα σύνολο χρυσών κοσμημάτων από τα πρωτομινωικά νεκροταφεία του Μόχλου, της Κουμάσας, των Αρχανών, του Πλάτανου και της Λεβήνας. Στα είδη πρωτομινωικών κοσμημάτων ανήκουν μενταγιόν, βραχιόλια, διαδήματα, επίρραπτα στολίδια και κοσμήματα μαλλιών.

Τα πρωτομινωικά χρυσά στολίδια φτιάχνονταν από σύρμα ή επίπεδα φύλλα αγνού χρυσού με τις πρώτες μεθόδους της σφυρηλάτησης, της συρματοτεχνικής και του περίτμητου. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος στολισμού των πρωτομινωικών κοσμημάτων ήταν η έκκρουστη διακόσμηση, εμφανώς η ανασύνδεση ανάγλυφων στιγμών που κατασκευάζονται στην επάνω μεριά των κοσμημάτων με τη στήριξη ενός αιχμηρού εργαλείου.

Κατά τη περίοδο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3600–2000 π.Χ.) εμφανίστηκαν και οι πιο προηγμένες τεχνοτροπίες της χύτευσης, της κοκκίδωσης και της συρματοκολλητικής, ενώ κάποιες από τις λιγότερο συνηθισμένες τεχνοτροπίες ήταν η κάλυψη με ελάσματα, η συγκολλητική και η συρματοτεχνική. Παρόμοιες μέθοδοι αργυροχρυσοχοΐας συναντώνται και σε άλλες αιγαιακές περιοχές απ’ όπου υπάρχουν νεώτερα δείγματα χρυσοχοΐας, όπως οι Κυκλάδες, η μεριά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η οποία ανήκει στη σφαίρα του τρωικού πολιτισμού, και η Λευκάδα. Με αυτές τις τεχνικές είναι φορμαρισμένα και τα στολίδια από τους βασιλικούς τάφους της Βύβλου που αποτελούν μέρος στην ίδια χρονική περίοδο.

Στη δεύτερη φάση της Εποχής του Χαλκού στην Ελλας η χρυσοχοία υφίσταται να σημειώνει πρόοδο µε την παρουσίασηνεώτερων μορφών κοσμημάτων και την ανέλιξη της τεχνικής. Αυτό είναι ολοφάνερο πιό πολύ στην Κρήτη µε τον υψηλό πολιτισμό που αναπτύσσεται στο νησί και την εγκαθίδρυση των πρώτων ανακτόρων. Στα μινωικά εργαστήρια κατασκευάζονται στολίδια μεγάλης δεξιοτεχνίας και καλλιτεχνικής ευαισθησίας. Είναι κοινά αποδεκτό ότι κατά την φάση ακμής των μινωικών παλατιών (1900–1450 π.Χ.) η χρυσοχοΐα έφθασε σε τακτική τελειότητα. Ο χρυσός και το ασήμι χρησιμοποιήθηκαν για την γένεση κοσμημάτων αλλά και ως ένθετες ύλες για τη καλλωπισμός πολυτελών πραγμάτων, όπως φανερώνουν οι μικρολεπτομέρειες σε όπλα και λατρευτικά ειδώλια.

Οι κυριότερες διακοσμητικές τεχνικές αυτής της περιόδου ήταν η συρματοτεχνική και η κοκκίδωση, οι οποίες εισήχθησαν πιθανό μαζί με το χρυσό από την Αίγυπτο. Στην εποχή αυτή (1800–1700 π.Χ) ανήκει και το πασίγνωστο κόσμημα με τις μέλισσες που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, είναι ξακουστό αρχαιολογικό εύρημα από τον Χρυσόλακκο, τον ταφικό περίβολο της νεκρόπολης των Μαλίων. Το στολίδι αποτελείται από περίαπτο δύο μελισσών. Αποτυπώνονται την ώρα που πετούν απέναντι, ενώ κρατούν ανάμεσα στα πόδια τους μια κηρήθρα. Επάνω από τα κεφάλια τους θα βρούμε ένας χρυσός συρμάτινος κλωβός, που περικλείει στο εσωτερικό του ένα χρυσό σφαιρίδιο. Στα φτερά και το κεντρί κρέμονται φλουριά με κοκκιδωτή διακόσμηση.

Η τακτική της κοκκιδωσης είναι μια αρχαία μέθοδος διακόσμησης των μετάλλων. Κοκκοποίκιλτα αντικείμενα ανακαλύφθηκαν και στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών φιλοτεχνημένα το 1350 π.Χ. Η μέθοδος αυτή ήρθε στο αποκορύφωμά της από τους Ετρούσκους και τους Έλληνες χρυσοχόους, από τον 8ο μέχρι τον 2ο αιώνα π.Χ. Τον 18ο μ.Χ. αιώνα στην Ευρώπη ήταν της μόδας το «Ετρουσκικό στυλ» κοσμημάτων που έμοιαζαν με τα στολίδια της Πομπηίας τα οποία είχαν τις βάσεις στην τεχνοτροπία της κοκκίδωσης.

Για να κατασκευαστεί ένα κοκκιδωτό κόσμημα, γίνεται κόλληση σφαιριδείων πάνω σε μια μεταλλική επιφάνεια. Οι γράνες τοποθετούνται επάνω στο μεταλλικό ελατήριο ομοίος με προσχεδιασμένα μοτίβα, ή τυχαία. Σήμερα στη δύση, αυτή η χειροποίητη τεχνική έχει περιπέσει σε ανωφέλεια, χρησιμοποιείται εντούτοις ακόμη, στην Ινδία και Πακιστάν. Τα στολίδια που έχουν κοκκιδωτή παρουσίαση, σήμερα δημιουργούνται με τη τεχνική της χύτευσης για λόγους παραγωγικότητας.

Στην κοσμηματοποιία της ανακτορικής εποχής ο χρυσός συνενώνωνταν πυκνά με άλλα πολύτιμα υλικά, όπως το ελεφαντόδοντο και οι ημιπολύτιμοι λίθοι, υλικά που με την υψηλή ποιότητα και τη σπανιότητά τους μπορούσαν να προβάλουν την εκλέπτυνση και το κύρος των ανώτερων τάξεων της ανακτορικής κοινωνίας.

Ξακουστά είναι επίσης τα κοσµήµατα ενός συνόλου ξακουστού ως «Θησαυρού της Αίγινας» που προέρχονται πιθανότατα από την Κρήτη και χρονολογούνται στους 170–160 αι. π.Χ. Ο θησαυρός συμπεριλαµβάνει χάντρες και περίαπτα από χρυσό και ηµιπολύτιµους λίθους, χρυσά δαχτυλίδια, ελλόβια, ελάσµατα σε πολλά σχήµατα και διαδήµατα µε έκτυπη διακόσµηση.

Εντυπωσιακά είναι τα ελλόβια και τα µεγάλα περίαπτα µε πολύπλοκα και περίτεχνα σχέδια, που παραπέµπουν σε Ανατολικά πρότυπα. Ανακαλύφθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, ίσως σε τάφους στην Αίγινα και δημοσιεύτηκαν από τον Έβανς, ο οποίος τα χρονολόγησε στον 8ο αιώνα π.Χ. Τώρα αξιολογούνται μεταξύ 1850 και 1550 π.Χ., εποχή κατά την οποία στην Αίγινα υπήρχαν μινωϊκές αποικίες. Η συλλογή τώρα εκτίθεται στο Αγγλικό μουσείο.